Συνέντευξη - Στέφανος Ληναίος: Ό,τι καλό έκανα, το έκανα στις δύσκολες εποχές…

Λένε συχνά πως η τέχνη μιμείται τη ζωή, όμως μερικές φορές είναι η ίδια η ζωή που μιμείται την τέχνη.

Έτσι και το θέατρο του Ντάριο Φο, θέατρο λαϊκό στη φόρμα και την ουσία του, βρήκε τους δικούς του μιμητές στη χώρα μας, στο ογκούμενο κίνημα των πολιτών, πρώτα στα διόδια, ύστερα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, που απαντούν στις παράλογες αυξήσεις με τον τίτλο του έργου του «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω!» Γι’ αυτήν την απρόσμενη και ...
γόνιμη συνάντηση της τέχνης με τις οργανωμένες διαμαρτυρίες των πολιτών συνομιλήσαμε με τον Στέφανο Ληναίο, ο οποίος μαζί με την Έλλη Φωτίου συνεργάζεται ήδη από το 1975 με τον Ντάριο Φο παρουσιάζοντας τα έργα του στο θέατρο «Άλφα», αλλά και είναι αυτοί που καθιέρωσαν, ήδη από το 1979, το «Δεν πληρώνω…» κάνοντάς το μια μεγάλη διαχρονική επιτυχία για το ελληνικό θέατρο.
 
  • Αυτό το έργο, γραμμένο πριν από τόσα χρόνια, αποδεικνύεται προφητικό, γιατί γίνεται πραγματικότητα αυτό που έγραφε… Γνωρίζετε άλλωστε πως την εποχή εκείνη τον Ντάριο Φο τον πήγαν στα δικαστήρια, όπου αθωώθηκε, με την περίφημη φράση του εισαγγελέα ότι «πρέπει να δικαστεί μαζί του και ο Αριστοφάνης».
* Καθώς ερχόμουν στο θέατρο «Άλφα», είδα το «Ποντίκι» που είχε πρωτοσέλιδο τίτλο το «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω…». Πώς σας φαίνεται που ο τίτλος ενός έργου που εσείς πρωτοπαρουσιάσατε στην Ελλάδα έχει γίνει πια σύνθημα, έχει γίνει τίτλος κινήσεων πολιτών, όνομα ενός κινήματος;
Το Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω το ανεβάσαμε πρώτη φορά το 1979-80. Μετά πάλι το 1990 και το 2000, όταν ο Ντάριο Φο πήρε το Νόμπελ και ήρθε στους Δελφούς, όπου είχα την τιμή να με καλέσουν και να παίξω έναν μονόλογο από το έργο. Εδώ και πέντε μήνες με ενημέρωσαν οι επιτροπές πολιτών ότι θα χρησιμοποιήσουν τον τίτλο του έργου και μας ζήτησαν να κάνουμε μια παράσταση στα διόδια. Το βρήκα ελκυστική ιδέα, γιατί, ξέρετε, ό,τι καλό έκανα το έκανα στις δύσκολες εποχές… Στη συνέχεια, λοιπόν, αποφασίσαμε να το παρουσιάζουμε Δευτέρα και Τρίτη. Οι επιτροπές των διοδίων ήταν αυτές που με επηρέασαν και ανέβασα ξανά το έργο.

* Ενημερώσατε τον Ντάριο Φο γι’ αυτές τις κινήσεις πολιτών; Πώς το αντιμετώπισε;
Για τον Ντάριο Φο αυτό είναι μεγάλη τιμή. Είναι μια δικαίωση, γιατί αποδεικνύεται προφητικός. Όταν τον ενημέρωσα, μου απάντησε ότι θα στείλει το έργο «φρέσκο» και μου έδωσε την άδεια να το μεταφέρω στην ελληνική πραγματικότητα, γιατί γνωριζόμαστε χρόνια και ξέρει τον τρόπο που δουλεύουμε. Αν και υπάρχουν πράγματα που έχει αλλάξει, αυτά αφορούν μόνο ένα μέρος του έργου, π.χ. έχει κομμάτια όπου σατιρίζει τον Μπερλουσκόνι κι εγώ αυτό το έφερα στα μέτρα του Γ. Παπανδρέου. Οι διαφορές είναι μικρές. Έτσι λοιπόν αυτό το έργο, γραμμένο πριν από τόσα χρόνια, αποδεικνύεται προφητικό, γιατί γίνεται πραγματικότητα αυτό που έγραφε… Γνωρίζετε άλλωστε πως την εποχή εκείνη τον Ντάριο Φο τον πήγαν στα δικαστήρια, όπου και αθωώθηκε, με την περίφημη φράση του εισαγγελέα ότι «πρέπει να δικαστεί μαζί του και ο Αριστοφάνης». Και για μας όμως είναι συγκινητικό, γιατί, μετά από 500 παραστάσεις, συμβάλαμε κι εμείς για να γίνει κτήμα του κόσμου.

* Τι νομίζετε ότι κάνει το Δεν πληρώνω… να παραμένει μια διαχρονική επιτυχία;
Μετά την πρώτη του παρουσίαση, το έργο παίχτηκε στη συνέχεια από πολλούς, ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Ο λόγος είναι ότι, όπως λέει και ο Ντάριο Φο, είναι λαϊκό θέατρο, που σημαίνει ότι δεν βλέπεις τη δράση μέσα από μια κλειδαρότρυπα, αλλά βλέπεις τα πάντα και νομίζεις ότι ανεβαίνεις κι εσύ στη σκηνή. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα θέματα που θέτει είναι πάντα επίκαιρα. Όποτε κι αν παίχτηκε, οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν πάντοτε σημαδιακές. Ο θεατής ένιωθε ότι στη σκηνή δεν βρίσκονταν ηθοποιοί, αλλά κάποιοι δικοί του άνθρωποι, η μάνα του ή η αδελφή του…
Ρόλο παίζει ακόμη και η παράσταση, γιατί εμείς παίξαμε με το στυλ του Ντάριο Φο. Το αποδώσαμε όχι σαν φάρσα, αλλά σαν ένα ρεαλιστικό έργο, γιατί έτσι το θέλει και ο Ντάριο Φο. Πριν το ανεβάσουμε πρώτη φορά, είχε παιχτεί στην Αγγλία και τη Γαλλία και είχε αποδοθεί εντελώς εξπρεσιονιστικά: πρόσεχε ο θεατής τη δράση και δεν άκουγε το κείμενο… Για παράδειγμα, στη δική μας παράσταση ο αστυνόμος δεν είναι καρικατούρα. Είναι ο ίδιος ηθοποιός, που απλά, όταν εμφανίζεται στην αρχή, που εμφορείται ακόμη από νέες ιδέες, είναι χωρίς μουστάκι, ενώ μετά βγαίνει βάζοντας ένα χιτλερικό μουστάκι, που είναι ένα σύμβολο της καθεστωτικής του θέσης.
Ακόμη, αντίθετα απ’ ό,τι στην Ιταλία, εμείς δεν κάνουμε το έργο κηρυγματικό. Είχα εξηγήσει στον Ντάριο Φο ότι δεν μπορώ να βγαίνω στην πλατεία και να λέω «ξεσηκωθείτε», αυτά θεωρούνται δημαγωγικά. Με συμβούλεψε λοιπόν να το κάνω όπως ξέρω… Έτσι το έργο δεν τελειώνει με αυτό το «ξεσηκωθείτε», αλλά με μια κωμική νότα του αστυνόμου, που εμφανίζεται στο τέλος λέγοντας: «έγινα μητέρα!», απαντώντας σε μια προηγούμενη ατάκα της Έλλης Φωτίου που λέει «να που γκαστρώσαμε κι έναν καραμπινιέρο», εννοώντας ότι γκαστρώσαμε την εξουσία.
Όλα αυτά λοιπόν δίνονται ρεαλιστικά, χωρίς κανένα «εύρημα», τόσο δικά μας, τόσο κοντά μας, που θα μπορούσε να είναι έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου…
Ο Φο μου έχει κάνει την τιμή να πει σε μια συνέντευξή του πως «μόνο ένας Έλληνας κατάλαβε πώς πρέπει να παίζεται το Δεν πληρώνω, γι’ αυτό έχει επιτυχία».

* Πώς αντιδρά το κοινό, τι μηνύματα παίρνετε από την πλατεία;
Υπάρχει μια σκηνή στο έργο όπου ψάχνω να βρω μια ελιά που έχει φάει ο Λουίτζι. Ε, λοιπόν, κάθε φορά κοιτάω τον κόσμο και μου λένε σιγανά από κάτω: «Αυτός την έφαγε!». Σαν παιδικό θέατρο! Αυτό σημαίνει ότι η παράσταση πέτυχε, όπως λέει και ο Μπερξόν, να διχοτομήσει την ενέργεια, μισή στη σκηνή, μισή κάτω… Σε όλα αυτά οφείλεται η επιτυχία αυτού του έργου. Έρχονται νέα παιδιά και μου λένε: «Έχουμε δει τόσα πολλά ευρηματικά έργα, που ποτέ δεν πιστεύαμε ότι ένα ορθόδοξο, σχεδόν παλαιοημερολογίτικο και παλιομοδίτικο έργο θα μας συνέπαιρνε, χωρίς καμία ευκολία, χωρίς κανένα καλαμπούρι, αλλά θα γελάγαμε με τα πάθη, όπως μικρά παιδιά με τα έργα του Τσάρλι Τσάπλιν» -κι αυτό ήταν μεγάλη τιμή για μένα.
Και βέβαια όλοι ομολογούν πως ποτέ δεν πίστευαν ότι θα ήταν περισσότερο επίκαιρο από κάθε άλλη φορά. Πάντα ήταν επίκαιρο βέβαια, αλλά τότε ο κόσμος δεν είχε ξεσηκωθεί, ενώ τώρα ξεσηκώνεται. Υπάρχει μια σκηνή όπου ο αστυνόμος γυρίζει και μου λέει: «Μην εκπλαγείτε αν καμιά μέρα μας δείτε κι εμάς να κατεβαίνουμε μαζί σας». Ε, αυτό έγινε!

* Τα έργα τα οποία επιλέγετε πάντα έχουν ένα στοιχείο αντίστασης…
Αντίσταση στην αδικία, στην υποταγή, στην παραπληροφόρηση, στην παραχάραξη, αντίσταση σ’ αυτούς που θέλουν να μας κάνουν ευτυχισμένους πελάτες, αυτό είναι το μήνυμα, δεν είναι μόνον «Μην πληρώνεις»… Σε κάποιο σημείο εγώ, ο νομοταγής Τζιοβάνι, διαπιστώνω ότι τα εργοστάσια φεύγουν έξω, που έχει φθηνότερα μεροκάματα, και λέω: «Καλά, και η κυβέρνηση τι κάνει;», «Τίποτε» μου απαντάει ο Λουίτζι. «Κι ο μηχανισμός στήριξης;», «Αυτό σημαίνει μηχανισμός στήριξης, φθηνότερα μεροκάματα», μου απαντάει. Και τότε λέω: «Κλέφτη με θέλετε, κύριοι; Κλέφτης θα γίνω!».
Εμείς ποτέ δεν λέμε «αντίσταση για την αντίσταση». Γιατί διώχνουμε τον κακό κυβερνήτη. Και μετά ποιον βάζουμε; Αυτό είναι το πρόβλημα που έχουμε και τώρα… Γι’ αυτό προσπαθούμε, με τον Θεοδωράκη, με τη «Σπίθα», την Κίνηση Ανεξάρτητων Πολιτών, κάτι να κάνουμε ώστε να μάθει τουλάχιστον ο ελληνικός λαός ότι στα χέρια του είναι ποιον να ψηφίζει και ποιον όχι.

* Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξατε κι εσείς πολιτικός πρόσφυγας…
Έχω υπάρξει μετανάστης και μάλιστα λαθραίος, γιατί στη δικτατορία, όταν το σκάσαμε με την Έλλη, πήγαμε στην Αγγλία σαν τουρίστες, είχα όμως την τύχη να με αγκαλιάσει το Σωματείο Βρετανών Ηθοποιών, επειδή ήμουν γραμματέας του ΣΕΗ. Εμείς έξω αγωνιζόμασταν με δύο αιτήματα: Βοηθήστε μας να επιβιώσουμε και βοηθήστε μας να ξαναγίνει η πατρίδα μας δημοκρατία. Δεν ζητήσαμε πολιτικό άσυλο ούτε ιθαγένεια. Ο στόχος του πολιτικού εξόριστου είναι να φτιάξει μια καλύτερη πατρίδα, όχι να μείνει στο εξωτερικό…
* Μήπως σήμερα και ο υπουργός Πολιτισμού λέει στον κόσμο του θεάτρου «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»;
Εμένα δεν πρόκειται να μου το πει. Γιατί δεν έχω πάρει ούτε έχω ζητήσει ποτέ επιδότηση ούτε από το κράτος, ούτε από το υπουργείο Πολιτισμού, ούτε από οποιονδήποτε, μολονότι και βουλευτής και γραμματέας Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ ήμουν. Για τον απλό λόγο ότι δεν μπορώ εγώ το βράδυ να καταγγέλλω και το πρωί να παίρνω επιδότηση από αυτούς που καταγγέλλω. Ούτε μία διαφήμιση δεν έχω, πουθενά. Γιατί αυτόν τον τρόπο των επιδοτήσεων εγώ τον καταγγέλλω.
Ξέρετε, υπάρχουν δύο τρόποι να κάνει κανείς θέατρο. Ο πρώτος είναι να έχει κάτι να πει. Και για μένα η τέχνη πρέπει πάντα να έχει κάτι να πει, να είναι ωφέλιμη. Ο άλλος τρόπος είναι να κάνει θέατρο για να βγάλει τα απωθημένα του, επειδή έχει λεφτά ή επειδή παίρνει από το υπουργείο Πολιτισμού, κάνοντας κάτι περιθωριακό, κάτι που ενδιαφέρει μόνο τον ίδιο και την παρέα του. Αυτοί επιδοτούνται και έτσι επιβιώνουν. Έτσι φτάσαμε να είμαστε 200 θέατρα. Ας δουν έξω πώς δίνονται οι επιδοτήσεις. Ας δουν την εμπειρία του Arts Council…

* Έχοντας μια τόσο μεγάλη εμπειρία, και καλλιτεχνική και συνδικαλιστική, πώς βλέπετε σήμερα το επάγγελμα του ηθοποιού;
Το θέατρο είναι το πρώτο επάγγελμα που «απελευθερώθηκε». Πάρα πολλοί επιχειρηματίες, και δυστυχώς και πολλοί «κουλτουριάρηδες», έδωσαν μάχη ώστε ο οποιοσδήποτε να γίνεται ηθοποιός, χωρίς άδεια, χωρίς υποχρεωτική παιδεία, χωρίς τίποτε… Πέρασε όμως η εποχή των αυτοδίδακτων, όπως πέρασε και η εποχή με τους κομπογιαννίτες γιατρούς. Γιατί το επάγγελμα του ηθοποιού να θεωρείται τόσο απλό; Ο Ροντήρης έχει πει ότι το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το δυσκολότερο απ’ όλα, γιατί ο ηθοποιός παίζει με το σώμα του. Έχετε δει πιανίστα να παίζει με ξεκούρδιστο πιάνο; Πώς θα παίξει ο ηθοποιός με ανεκπαίδευτο σώμα; Γι’ αυτό έχουμε φτάσει σήμερα να έχουμε απαίδευτους ηθοποιούς που υποκύπτουν στα πάντα. Γι’ αυτό δέχονται να παίζουν με μικρότερα μεροκάματα, ακόμα και το Εθνικό κατέβασε τα μεροκάματα και δεν υπάρχει κανείς να διαμαρτυρηθεί.
Με αυτόν τον τρόπο στο ελληνικό θέατρο έχουν δημιουργηθεί καρτέλ, που πίσω τους βρίσκονται εταιρείες και κανάλια… Πόσο θα αντέξουν τα ανεξάρτητα θέατρα;

* Μήπως όλα αυτά, κ. Ληναίε, είναι διαμαρτυρίες κάποιων ρομαντικών που δεν θέλουν να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα;
Για μένα οι ρομαντικοί είναι οι περισσότερο ρεαλιστές, γιατί ρομαντικοί είναι αυτοί που βλέπουν τα πράγματα όπως θα έπρεπε να είναι. Εμείς πρέπει να αγωνιζόμαστε γι’ αυτό που πιστεύουμε. Δεν έχει σημασία αν θα γίνουν σήμερα ή μετά από πέντε ή δέκα χρόνια… Από εκεί και πέρα, εσείς νέοι είστε, πάρτε τη σκυτάλη και προχωρήστε. Μόνο μην μένετε κολλημένοι στον καναπέ και την τηλεόραση…
Ντάριο Φο, Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω… τίποτα! Απόδοση και σκηνοθεσία: Στέφανος Ληναίος. Σκηνικά: Ζαφείρης Γαλάνης. Μουσική επιμέλεια: Κυριακή Μαργαρίτη. Ερμηνεύουν: Έλλη Φωτίου (Ρόζα), Μαρία Βλάχου (Μαρία), Στέφανος Ληναίος (Τζιοβάνι), Τρύφων Παπουτσής (αστυνόμος), Θανάσης Μπριάνας (Λουίτζι), Θοδωρής Προκοπίου (Πεπίτο – Πατέρας). Θέατρο «Άλφα».



  • Ποιος είναι ο Στέφανος Ληναίος
Ο Στέφανος Ληναίος γεννήθηκε το 1928 στη Μεσσήνη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Αθηνών, ενώ κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στο Λονδίνο παρακολούθησε την Royal Academy of Dramatic Art. Την περίοδο 1954-1967 συνεργάσθηκε με πάνω από 20 θιάσους σε 100 περίπου θεατρικά έργα, ενώ εμφανίστηκε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες και ραδιοφωνικές εκπομπές. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της πρωτοποριακής κίνησης «Δωδέκατη Αυλαία» και του πρώτου Εταιρικού Θιάσου του ΣΕΗ «Άρμα Θεάτρου». Διετέλεσε γενικός γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (1965-67) και για τη συνδικαλιστική του αυτή δράση διώχθηκε από τη χούντα. Στο Λονδίνο το 1967-1970 ήταν εκπρόσωπος του εργατικού ΠΑΜ στην Ευρώπη, μέλος της Committee against Dictatorship και μέλος του Σωματείου Βρετανών Ηθοποιών.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ίδρυσε μαζί με την σύζυγό του Έλλη Φωτίου το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο στο θέατρο «Άλφα», όπου παρουσίασαν πάνω από 40 ελληνικά και ξένα θεατρικά έργα, τα οποία και σκηνοθέτησε. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα «Καληνύχτα, Μαργαρίτα», «Οι κλειδοκράτορες», «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» κ.ά. Έχει γράψει διηγήματα («Μερικοί θάνατοι») και μελέτες (όπως «Το αυριανό θέατρο», «Αγώνες και αγωνίες», «Η αλυσίδα» κ.ά.), ενώ υπήρξε δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων (1986-1990), βουλευτής (1989-1990) και γραμματέας Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ.
  • Ποια είναι η Έλλη Φωτίου
Η Έλλη Φωτίου γεννήθηκε στον Πειραιά και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έχει εμφανισθεί σε πλήθος θεατρικών, κινηματογραφικών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών έργων, ενώ το 1966 πήρε το Α’ Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το έργο Επιστροφή. Σταθμός στην καριέρα της υπήρξε η εμφάνισή της στο Θέατρο του Μάνου Κατράκη, το 1967, όπου ερμήνευσε τον ρόλο της Μαργαρίτας στο έργο του Γ. Σταύρου «Καληνύχτα, Μαργαρίτα». Είναι μέλος του ΣΕΗ και του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου. Με τον Στέφανο Ληναίο αποτελούν ζευγάρι στη ζωή και στην τέχνη.

πηγη: Κακουριώτης Σ., Η ΑΥΓΗ: 27/02/2011