Διπλός Μπέκετ στο «Τόπος Αλλού»

ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ «Μηχανή Μπέκετ ή στα Βήματα του Κραπ» κάνει πρεμιέρα την Τετάρτη 23/11/11 στο θέατρο «Τόπος Αλλού» μια παράσταση που συντίθεται από δύο θεατρικά κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ, την «Τελευταία Μαγνητοταινία του Κραπ» (μετάφραση Σεραφείμ Βελέντζα) και τα ...
«Βήματα», ένα πλήρες μονόπρακτο που παίζεται πρώτη φορά αυθύπαρκτο κι όχι ανάμεσα σε άλλα από τα μικρά έργα του ιρλανδού συγγραφέα.

Ο σκηνοθέτης Νίκος Καμτσής ανέβασε τα δύο κείμενα με κοινό παρονομαστή την τραγωδία της μνήμης, έννοιας που κρατάει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον κόσμο του Μπέκετ. Τόσο ο Κραπ όσο και η Μέι είναι πρόσωπα που σκηνικά φλερτάρουν με την κλοουνερί (κοστούμια Μίκας Πανάγου) και οντολογικά μετεωρίζονται μέσα στον χρόνο λες και -με ζωτική όμως ενάργεια- στέκουν ακίνητα στο μεταβατικό εκείνο στάδιο αναμονής για το τέλος της ύπαρξής τους.

Αργά το βράδυ στο μέλλον. Το φτωχικό δωμάτιο του Κραπ (Κώστας Αρζόγλου). Μπροστά του ένα μικρό τραπέζι, που τα δυο του συρτάρια ανοίγουν προς το κοινό. Καθισμένος στο τραπέζι, κοιτώντας μπροστά, δηλαδή στην αντίθετη πλευρά από τα συρτάρια, ένας βασανισμένος γέρος, αξύριστος, με άσπρο πρόσωπο, κόκκινη μύτη και αχτένιστα μαλλιά. Είναι μύωπας, βαρήκοος, με δύσκολο βάδισμα και ραγισμένη φωνή. Πάνω στο τραπέζι ένα μαγνητόφωνο με το μικρόφωνό του και πολλά χαρτονένια κουτιά με μπομπίνες από ηχογραφημένες μαγνητοταινίες. Αρχίζει ν' ακούει. Η φωνή της νιότης του ξεχύνεται.

Ο Μπέκετ, παθιασμένος με την τεχνολογία του θεάτρου, επέμενε να τηρούνται πιστά οι σκηνικές οδηγίες στα ανεβάσματα των έργων του απαγορεύοντας οποιαδήποτε αυθαιρεσία με το κείμενο.

«Χρόνια κλεισμένος στον χώρο του, ο Κραπ βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τον χρόνο» λέει ο Ν. Καμτσής. «Με τι να μετρήσει τον χρόνο της ζωής του, των βιωμάτων, των αναμνήσεών του; Τα κοινά ρολόγια μένουν σιωπηλά γύρω του. Σαν φοβισμένο ζώο μέσα στη φωλιά του ψάχνει και ακούει ξανά και ξανά τις μαγνητοταινίες της ζωής του προσπαθώντας να την ξεδιαλύνει. Θυμάται και μαγνητοφωνεί συνεχώς τις αναμνήσεις του σε μια προσπάθεια να τις "παγώσει", να τις εξουσιάσει μια για πάντα. Το μόνο που καταφέρνει είναι να τις μπερδέψει περισσότερο έτσι που στο όραμά του η ζωή του να είναι μια επινόηση. Δεν ξέρουμε τελικά αν η γυναίκα που αγάπησε, ο ρομαντικός περίπατος στο ποτάμι, το νερό που κυλάει κάτω από τη βάρκα έχουν πράγματι συμβεί ή τα έχει επινοήσει για να κάνει τη ζωή και τη μοναξιά του βιώσιμη».

Η Μέι (Ναταλία Στυλιανού), μια παρηκμασμένη γυναίκα, περπατάει νευρικά σ' ένα άδειο πάτωμα. Μια ψυχική αναστάτωση την εμποδίζει να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο. Μια γυναικεία Φωνή, κάπου από το αθέατο παρασκήνιο, παρατηρεί, σχολιάζει τις κινήσεις της. Η κίνηση και ο ήχος των βημάτων, σύμφωνα με τον Μπέκετ, προσδιορίζει τον σκηνικό χώρο: το μοναδικό στοιχείο που φωτίζεται είναι ο παραλληλόγραμμος διάδρομος που σχηματίζεται από τα εννέα βήματα που κάνει η ηθοποιός προς τη μια κατεύθυνση και μετά αντίστροφα. Ο έντονος στα πόδια της Μέι φωτισμός όσο ανεβαίνει προς το κεφάλι θολώνει. Στον ρυθμό των βημάτων της, ρωτάει για κάποιο περιστατικό που αφορά τη μητέρα της. Η Φωνή απαντά με ασάφεια: «Δεν θα σταματήσεις ποτέ να στριφογυρίζεις στο μυαλό σου όλο αυτό;»

«Ο μονόλογος της Μέι είναι ένα πολυσήμαντο και δισυπόστατο κείμενο, καθώς το κεντρικό πρόσωπο βιώνει το παρόν σαν παρελθόν και το παρελθόν σαν παρόν» λέει ο σκηνοθέτης. «Ο Μπέκετ μ' έναν ιδιοφυή τρόπο βάζει τους χρόνους να συνομιλήσουν μέσα από τις μνήμες της και μέσα απ' όσα κομμάτια διέσωσε η λήθη. Η αμφίπλευρη προσωπικότητα της Μέι στη διαδρομή που κάνει στον χρόνο -θυμάται, μπερδεύει εικόνες και πρόσωπα- λειτουργεί σαν επαναληπτικός παραμορφωτικός καθρέφτης, έτσι όπως συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο όταν καταφέρνει να φτάσει στα έγκατα του είναι του».
πηγη: