Η κριτική της κριτικής.

Η κριτική της κριτικής του Γρηγόρη Ιωαννίδη

Γράφει ο Γιώργος Κιμούλης

 

Η στήλη αυτή, όπως είχα αναγγείλει, έχει ως στόχο της τον σχολιασμό των κριτικών κειμένων κάποιων παραστάσεων και όχι τις ίδιες τις παραστάσεις. Γιατί για μένα πλέον η κριτική δεν είναι θέμα καλλιτεχνικής αντίληψης  αλλά ...
θέμα ήθους.
Δε μ’ ενδιαφέρει, αν θα ξεκινήσει μία γενική συζήτηση περί κριτικής και περί των ορίων της ή αν όλο αυτό το εγχείρημα χτυπήσει σε τοίχο. Δεν ψάχνω για συμμάχους, ούτε υπερασπίζομαι κάποιους, που -στο κάτω κάτω της γραφής- δεν έχουν ανάγκη τη δική μου υπεράσπιση. Ο καθένας ξέρει να υπερασπίζεται τον εαυτό του μόνος του. Περί προσωπικής μου αξιοπρέπειας πρόκειται και περί αυτοσεβασμού. Σεβασμός στο παρελθόν μου, το παρόν μου και το μέλλον μου.
Δεν μπορώ και δε θέλω να είμαι αντικειμενικός. Όταν το ίδιο το ζήτημα, για το οποίο δίνεται μια μάχη, το αξίζει, η «αντικειμενικότητα» θυσιάζεται στη μεροληψία.

 Πρόκειται για μία βίαιη κίνηση, η οποία απαντά σε μία βιαιότητα.

Τη γλώσσα και το ύφος, που χρησιμοποιώ, την εμπνέει κάθε φορά το ύφος και η γλώσσα γραφής του εκάστοτε κριτικού. Το δε μήκος του κειμένου είναι ανάλογο της σοβαρότητας της κριτικής. Ευτυχώς, το διαδίκτυο σε απαλλάσσει από τους νόμους της εμπορικής political correctness: συντομία, ύφος και γλώσσα δήθεν ευγενική.
Ξεκινώ από την κριτική ενός σοβαρού κριτικού μιας αρκετά έγκριτης εφημερίδας, του κυρίου Γρηγόρη Ιωαννίδη, ο οποίος κρατά τη στήλη της θεατρικής κριτικής στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
Στις 12 Ιουλίου ο κύριος Ιωαννίδης έγραψε κριτική για την παράσταση “Οιδίπους Τύραννος” σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου.  (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=182197)
Κατ’ αρχάς ποιος είναι ο κύριος Γρηγόρης Ιωαννίδης:
Γρηγόρης Ιωαννίδης
Γρηγόρης Ιωαννίδης,   λέκτωρ
στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Διπλωματούχος του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ του Ε.Μ.Π. & πτυχιούχος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, με Μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία των Επιστημών (History and Philosophy of Science and Mathematics, King's College, London) και στη Θεατρολογία. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική δραματολογία, το ξένο ρεπερτόριο στο ελληνικό θέατρο, τη χρήση νέων τεχνολογιών στη θεατρολογία. 
Κρατά τη στήλη της θεατρικής κριτικής στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
πριν ο... λέκτωρ λαλήσει
Με την πρώτη ανάγνωση της συγκεκριμένης κριτικής, αυτό, που μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, ήταν το βάθος της ανοησίας και της κοινοτοπίας που μπορεί να βυθιστεί ένα μυαλό, όταν νιώσει παγιδευμένο σε μία Υποχρέωση;! Γιατί δεν βρίσκω άλλο τρόπο να αιτιολογήσω το συγκεκριμένο κείμενο, το οποίο γράφτηκε από έναν επιστήμονα. Μόνον την υποχρέωση! Πόσο και σε ποιους μπορεί να είναι υποχρεωμένος ένας κριτικός, ώστε να αναγκαστεί να γράψει μία κριτική η οποία βρίθει κοινοτοπιών, αοριστολογιών και παιδαριωδών θεωρητικών λαθών, που απάδουν της επιστημονικής του ιδιότητας;

Είναι γνωστή, βεβαίως,  η διαρκής σύγκρουση στον ακαδημαϊκό χώρο. Την εμπόλεμο στάση  κάποιων προς τον κ. Ευαγγελάτο, στον χώρο του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών την γνωρίζουν και οι παροικούντες και οι μη παροικούντες. Δε θα τοποθετηθώ επ’ αυτού του θέματος προς το παρόν, εκτός κι αν αργότερα χρειαστεί να σχολιάσω κάποιες κιτρινίστικες ανταπαντητικές επιθέσεις κι αυτό θα το κάνω πάντα ευθαρσώς και επωνύμως. Είναι εμφανής λοιπόν ο στόχος της σχεδόν προαναγγελθείσης κακής κριτικής. Παρ’ όλ’ αυτά εντυπωσιάζομαι από το πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να θυσιάσει την επιστημοσύνη του στο βωμό της αντιπαλότητας κάποιων καρεκλοκένταυρων, γράφοντας μία κριτική, η οποία είναι εκτυφλωτικά και εκκωφαντικά θεατρικά αγράμματη και μεροληπτική.

Η συγκεκριμένη κοινότοπη κριτική ξεκινάει με τον εξόχως ανόητο τίτλο:
“σκηνοθεσία χωρίς άποψη,  πρωταγωνιστής χωρίς βάρος.” 
Κύριε λέκτωρ, τόσα χρόνια σπουδών κάνατε (τώρα πλέον διδάσκετε) και ακόμη δε μάθατε πως  ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΨΗ;! Γιατί το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο ΕΙΝΑΙ άποψη! Και όποια ψευδοθεωρητική τρίπλα κι αν προσπαθήσετε να μου κάνετε,  είμαι σίγουρος, πως γνωρίζετε πολύ καλά, ότι η φράση σας αυτή είναι κενή νοήματος! Ποια ήταν λοιπόν η ανάγκη, που σας ώθησε σ’ αυτόν τον δήθεν προκλητικό τίτλο; Ή μάλλον ποιοι;! Οι καρεκλοκένταυροι που ανέφερα πιο πάνω ή η παρέα του mainstream;  Η οποία, γνωρίζοντας πως η παράσταση του Ευαγγελάτου δε θα “κραχτεί”, όπως άλλες, είχε αποφασίσει να τη θεωρήσει εκ των προτέρων ως αδιάφορη; Αγράμματος και αστοιχείωτος λοιπόν ο επιτιτλισμός της κρίτικής σας!
Τη συνέχεια του τίτλου “πρωταγωνιστής χωρίς βάρος” δεν μπορώ να τη σχολιάσω σοβαρά, γιατί τη θεωρώ, επιεικώς, χαζοχαρούμενη. Σας πληροφορώ πάντως, αφού σας ενδιαφέρει τόσο πολύ (γιατί του τηλεφώνησα και έμαθα), πως το βάρος του κ. Μαρκουλάκη είναι 73 κιλά.

Και ερχόμαστε στην εισαγωγή της κριτικής σας. Γράφετε:
“Προκαλεί, σε εμένα τουλάχιστον, εντύπωση πως η παρθενική συνάντηση του έμπειρου σκηνοθέτη μας με τον «Οιδίποδα Τύραννο» τίθεται με τόσο απλούς όρους. Επειτα από χρόνια θητείας στο αρχαίο δράμα, ο Σπύρος Ευαγγελάτος καταλήγει φαίνεται στην Ιθάκη του.”

Αντιπαρέρχομαι την αναιδή ευθυμία της φράσεως «παρθενική συνάντηση». Ουδέποτε ήμουν θαυμαστής του λεκτικού αλατοπίπερου σεξουαλικών αμφισημειών. Οι  galliard φράσεις δεν χαρακτηρίζουν το αντικείμενο, αλλά το υποκείμενο που τις εκφέρει. Σας υπενθυμίζω απλώς, κύριε λέκτωρ, πως δεν υπάρχει έμπειρος σκηνοθέτης (sic),  ο οποίος έχει ανεβάσει σχεδόν όλα τα έργα του Σοφοκλή,  που να μην έχει όχι μόνο μελετήσει τον Οιδίποδα Τύραννο, αλλά και εντρυφήσει σ’ αυτόν.

Για ποια «παρθενική συνάντηση» μιλάτε λοιπόν;  Τι εξυπνακισμός είναι αυτός;

Διαβάζοντας, όμως, την κριτική σας,  κατάλαβα πως η παρθενικότητα τελικώς (η χρήση αυτής της λέξης εδώ δεν έχει το παραμικρό ίχνος σεξουαλικού υπαινιγμού, μιλώ καθαρά για την πνευματική σας παρθενικότητα) αφορά εσάς. Γι' αυτό και όλες οι εν σειρά αντιφάσεις σας: από τη μία «διαβάζετε» στη σκηνοθεσία μία απλοϊκότητα από την άλλη, πέντε γραμμές πιο κάτω, βλέπετε  μία "σοφία", την οποία στη συνέχεια ανατρέπετε παρατηρώντας "ύποπτες επιλογές" και ζητάτε κάποια "σκηνοθετική εμβολή στο έργο".  

Ταραχή εν κρανίω! Και αυτό δε θα με πείραζε γιατί δική σας είναι η ταραχή, την κάνετε ό τι θέλετε, ακόμη και κείμενο, για το οποίο μάλιστα πληρώνεστε. Αυτό όμως που με πείραξε ήταν η αμετροέπεια της ψευδοποιητικής φράσης με την οποία κλείνετε την εισαγωγική σας παράγραφο:  "καταλήγει φαίνεται στην Ιθάκη του”.  - Ντροπή! Δεν έχω άλλη λέξη: Ντροπή!
Τι αναιδής και υβριστική φράση είναι αυτή; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν γράφεται από έναν πρώην σπουδαστή προς τον καθηγητή του, από ένα θεωρητικό μειράκιον, το οποίο τώρα ξεκινάει τα πρώτα του θεωρητικά μπουσουλίματα. Κύριε λέκτωρ, τους δασκάλους μας τους σεβόμαστε, δεν τους προδίδουμε, δεν τους αρνιόμαστε σφυρίζοντας αδιάφορα στον αέρα, όσο κι αν μας πιέζουν οι σημερινοί «δούλοι του αρχιερέα», πολύ δε περισσότερο δεν προσπαθούμε να τους σκοτώσουμε χρησιμοποιώντας θεωρητικά νεροπίστολα μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουμε κάποιες παρέες.

Ποια Ιθάκη;!!!  Ποιος σας είπε πως ο κ. Ευαγγελάτος πρόκειται να τελειώσει το σκηνοθετικό του ταξίδι και να συνταξιοδοτηθεί;  Είχα να διαβάσω χρόνια μία τόσο άηθη φράση ενός νεαρού προς έναν μεγαλύτερό του! Είναι δυνατόν να ξεχνάτε σε ποιον αναφέρεστε;
Ο κύριος Ευαγγελάτος, κύριε λέκτωρ - και είναι απαράδεκτο να μην το γνωρίζετε - είναι αυτός ο οποίος  μετά τον Ροντήρη, τον Κουν και τον Σολωμό στις αριστοφανικές του αναγνώσεις «γύρισαν σελίδα» στην ιστορία της σκηνοθεσίας  στον τόπο μας και σας πληροφορώ, απ' όσο γνωρίζω, πως, όσο κι αν εσείς βιάζεστε να του δώσετε σύνταξη, θα συνεχίσει να είναι εν ενεργεία και να σκηνοθετεί για πολλά χρόνια ακόμη, με μία νεανική ματιά, που οι δικοί σας πρεσβυωπικοί οφθαλμοί δεν θα μπορέσουν ποτέ να αναγνώσουν. Ποια Ιθάκη του λοιπόν;;;!!! - Ο ερμηνευτικός του λόγος, όσο κι αν ενοχλεί εσάς και την παρέα σας, θα συνεχίσει να είναι ζωντανός, σε αντίθεση με τον δικό σας!  Τα δε θεατρικά του ένσημα, θα χρειαστείτε μία ζωή για να τα "μετρήσετε" και πάλι δε θα σας φτάσει. Όσο για τη σύνταξη, στην οποία αναφερθήκατε, δεν έχει τον χρόνο να σας "τη βάλει εκεί που θα έπρεπε", μετά από τη φράση σας αυτή. Μεγάλο το ατόπημά σας, κύριε λέκτωρ!
Και συνεχίζετε το κριτικό σας παραλήρημα:



“Προχθές μόλις γίναμε μάρτυρες της γιγαντιαίας όσο και χαμηλόφωνης, μεγαλειώδους και ταπεινής προσέγγισης των «Δαιμονισμένων» από τον Πέτερ Στάιν. Και ποια ακριβώς η άποψη του μεγάλου Γερμανού σκηνοθέτη της περασμένης πρωτοπορίας για το έργο, ο ερμηνευτικός άξονας της προσπάθειας; Πραγματικά, απροσδιόριστα. Μόνο το ίδιο το έργο του Ντοστογιέφσκι, στην ολότητα και παντοδυναμία του, στη δαιμονισμένη του αυτάρκεια. Νομίζω πως και εδώ έχουμε κάτι ανάλογο. Ο Ευαγγελάτος, έπειτα από τόσες αναλύσεις και συνεκδοχές του Σοφοκλή, καταλήγει στο σοφό και μετρημένο ένα: στον «Οιδίποδα».“


Άναυδος ο αναγνώστης!  Σαν να γράφει κάποιος άλλος. Σαν να είναι από μία άλλη κριτική αυτή η παράγραφος. Ξαφνικά ο κύριος Ευαγγελάτος συγκαταλέγεται στην ομάδα των σημαντικωτέρων σκηνοθετών της Ευρώπης, δίπλα στον Πέτερ Στάιν και μάλιστα ο γράφων λέκτωρ παραδέχεται τη σοφία και των δύο σκηνοθετών οι οποίοι μετά από πολλές αναλύσεις και συνεκδοχές καταλήγουν : στο ίδιο το έργο!
Αν κάποιος δεν ήξερε τα παιχνίδια που κρύβονται πίσω απ’ αυτήν την παράγραφο, θα την διάβαζε με αθώο τρόπο. Για κάποιον όμως που γνωρίζει τον λαβύρινθο και τις διαπλεκόμενες σχέσεις στις συμφωνίες των μετακλήσεων παραστάσεων, όπως και την βυζαντινή υποχρέωση στήριξης των επιλογών του καλλιτεχνικού διευθυντού του Ελληνικού Φεστιβάλ, κύριου Λούκου, η συγκεκριμένη παράγραφος χάνει την αθωότητά της. Πριν από λίγα χρόνια η εμφάνιση του Στάιν στη χώρα μας ήταν γεγονός. Εδώ κι ένα χρόνο περίπου έχει αρχίσει η αμφισβήτηση. (Με τον δικό του “χαριτωμένο” τρόπο το καταθέτει και ο λέκτωρ μας, γράφοντας “περασμένη πρωτοπορία”). Ποιος ξέρει τώρα τι έχει γίνει; Ποιοι μάνατζερ διεφώνησαν; Ποιοι έχασαν χρήματα; Ποιοι δε θέλουν και ποιοι διαφωνούν με το να έλθει ξανά ο Στάιν;  Έμπα μέσα και ξαγκίστρωνε!
 
Εσάς όμως κύριε λέκτωρ, για να έρθουμε ξανά και στα δικά μας, τι σας ενδιαφέρουν αυτά τα παιχνίδια; Εσείς είστε μικρός. Πού πάτε και μπλέκετε;  Αφού έχετε διαβάσει τον Άμλετ  (ή τουλάχιστον το εύχομαι), δεν έχετε καταλάβει τι παθαίνουν οι μικροί, όταν βρίσκονται στη μέση της μάχης κάποιων μεγάλων; Το παράδειγμα των Ρόζενγκραντς και Γκίλντενστερν είναι γνωστό.  Άλλωστε εσάς σας τραβάει απ’ το μανίκι και το εγχώριο mainstream, γι’ αυτό και αναποδογυρίζετε τα πάντα -εντελώς άτεχνα κιόλας -  στην επόμενη παράγραφο:
“Μόνο που τα πράγματα πλέον τρέχουν αλλιώς. Η παρουσίαση του αρχαίου δράματος, ειδικά όταν στο τιμόνι του ρόλου βρίσκεται ένας ηθοποιός που έχει υπηρετήσει μεν όλα τα είδη, έχει ωστόσο ευδοκιμήσει κυρίως στο βουλεβάρτο, δημιουργεί, όπως είναι επόμενο, υποψίες. Ζητούμε τη συγκεκριμένη άποψη, το επιχείρημα που στηρίζει μια παράσταση, ακόμα και όταν κατανοούμε πως η άποψη αυτή αποδίδει μοιραία μόνο ένα μικρό μέρος του όλου αριστουργήματος. Χωρίς αυτήν τη σκηνοθετική εμβολή στο έργο, τα πράγματα γέρνουν προς τον ηθοποιό. Και η παρεξήγηση έπεται. Μας αρέσει ή όχι, αυτός ο «Οιδίποδας» στα μάτια των πολλών φαίνεται να υπηρετεί τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, την προσωπική του φιλοδοξία.”

Και τώρα στη σκηνή μπαίνει ο επόμενος εχθρός της παρέας του κυρίου λέκτορα: ο κ. Μαρκουλάκης. Κάνω πώς δε βλέπω την απειλή στη φράση “μόνο που τα πράγματα πλέον τρέχουν αλλιώς”, γιατί θα θύμωνα πολύ μαζί σας. Κάνω πως δε βλέπω και την “εναγώνια” αναζήτησή σας περί συγκεκριμένης σκηνοθετικής άποψης και εμβολής στο έργο (κρατιέμαι με το ζόρι να μη σχολιάσω τη θηλυκότητα της γραφής, και αναφέρομαι στην επιλογή της λέξης εμβολή. Μία θηλυκότητα την οποία τη διακρίνει κάποιος παντού μέσα στο κείμενο, όπως και λίγο παρακάτω, με το “έκπτωτες αγγέλους”, σκέφτηκα πως μπορεί να είναι και τυπογραφικό λάθος και όχι lapsus linguae, γιατί θα είχε ενδιαφέρον το ψυχογράφημα ενός κριτικού μέσω της συλλογής των επιλογών των λέξεων που κάνει. Θα το επιχειρήσω μία άλλη φορά), κάνω λοιπόν πως δεν τα βλέπω αυτά γιατί ούτως ή άλλως κι εσείς θέλετε να επικεντρωθείτε στον στόχο σας: τον κ. Μαρκουλάκη και την προσωπική του φιλοδοξία, όπως δηλώνετε. Έχετε δίκιο. Για εσάς είναι μεμπτό κάποιος να φιλοδοξεί να ερμηνεύσει τον Οιδίποδα, ενώ δεν είναι μεμπτό το να αποφασίσει να γράφει τέτοιες κριτικές.

Έχετε δίκιο. Ο καθείς και η φιλοδοξία του, κύριε λέκτωρ.

Αυτό όμως  που δεν μπορώ να καταλάβω είναι η φράση ”ο Μαρκουλάκης έχει ευδοκιμήσει κυρίως στο βουλεβάρτο”.  Ποιο βουλεβάρτο, κύριε λέκτωρ μου; Ο τι άλλο θέλετε μπορείτε να του «προσάψετε», αφού έχετε τέτοια μανία μαζί του, αλλά ο κ. Μαρκουλάκης, μπουλβάρ έπαιξε μόλις πέρσυ, στο Σλουθ! Παράσταση, που ειρήσθω εν παρόδω είδατε, γράψετε και κριτική και δράττομαι και της ευκαιρίας να σας ευχαριστήσω και δημοσίως για την τόσο θετική σας γνώμη. Κι αυτό για να μην περάσει απ’ το μυαλό κάποιων, πως σχολιάζω τη δική σας κριτική μόνον και μόνον επειδή μπορεί να είχατε εκφραστεί δυσμενώς κάποτε προς το πρόσωπό μου. Θετικότατα είχατε εκφραστεί και σας ευχαριστώ που καταλάβατε την παράστασή μας. Εντυπωσιάστηκα είναι η αλήθεια, που την κατανοήσατε τόσο καλά. Ειλικρινά δεν το περίμενα!
Σε μπουλβάρ πάντως ο κ. Μαρκουλάκης δεν έχει παίξει ποτέ, πολύ δε περισσότερο δεν έχει «ευδοκιμήσει», όπως γράφετε. Το βιογραφικό  του βρίσκεται, αν θέλετε, και στο διαδίκτυο (http://www.constantinemarkoulakis.com/ ). Μπουλβάρ είναι Ιππόλυτος και οι Φοίνισσες του Ευριπίδη; Ο Άμλετ του Σαίξπηρ; Το Παίζοντας με τη φωτιά του Στρίντμπεργκ; Ο Εδουάρδος Β’ του Μάρλοου; Ο Καλιγούλας του Καμύ; Η Δούκισσα του Μάλφι του Γουέμπστερ; Η Τερέζα Ρακέν του Ζολά; Η Φιλονικία του Μαριβώ; Οι Τελευταίοι του Γκόργκυ; Η Σαλώμη του Γουάιλντ; το Γαλάζιο πουλί του Μέτερλινκ; - Εκτός κι αν στη σύγχρονη θεατρολογία  έχουν αλλάξει κάποιοι όροι κι εμείς οι παλαιότεροι δεν έχουμε ενημερωθεί;

Ποια ήταν λοιπόν η ανάγκη σας να γράψετε κάτι ψευδές; Μήπως γιατί ψάχνατε να βρείτε έναν τρόπο να μειώσετε ή να απαξιώσετε (γιατί φαίνεται πως  για εσάς το είδος του μπουλβάρ είναι κατώτερο) την πρόταση του κ. Ευαγγελάτου και την αποδοχή της από τον κ. Μαρκουλάκη;

Ή μήπως γιατί πιστεύετε, πως, όποιος παράγει  καλλιτεχνικά προϊόντα τα οποία έχουν  κάποια εμπορευματική αξία, είναι κατάπτυστος. Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια, κύριε λέκτωρ.

Αλλά, όπως κι εσείς λέτε, τα πράγματα πλέον τρέχουν αλλιώς. Έχει ξεπεραστεί το σύμπλεγμα της εμπορικότητας, που στην ουσία δεν κρύβει τίποτ' άλλο από τη ζήλεια ενός άδειου θεάτρου, όταν κοιτάζει ένα γεμάτο. Μην το συνεχίζετε εσείς! Είναι παλιομοδίτικο. Κι εσείς θα θέλατε μία επιτυχία και σας την εύχομαι.
Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και το θεωρώ απαράδεκτο που δεν το τολμάτε, είναι, πως δεν έχετε μάθει ακόμη να κάνετε κριτική στο ίδιο το έργο και όχι στον καλλιτέχνη. Τι ροπή προς την κιτρινίλα είναι αυτή; Ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό έργο του κάθε καλλιτέχνη και αφήστε ήσυχες τις αναλύσεις για το παρελθόν του.  Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβετε τη διαφορά;

Άλλο το καλλιτεχνικό έργο, άλλο ο καλλιτέχνης.

 Έχει λυθεί κι αυτό. Στον χώρο της θεατρικής συγγραφής με τον Πιραντέλλο, στο χώρο της φιλοσοφίας με τον Χάιντεγκερ. Ή μήπως επειδή δεν έχετε να πείτε κάτι, γιατί δεν ξέρετε να ερμηνεύσετε το καλλιτεχνικό έργο ενός ηθοποιού, περιπίπτετε σε κουτσομπολίστικες αναλύσεις, στην προκειμένη δε περίπτωση και ψευδείς; Μάλλον αυτό συμβαίνει, γιατί στην παρακάτω παράγραφο ψελίζετε καινούργιες κοινοτοπίες και καινούργιες αρλούμπες κενές νοήματος:
“Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μάλλον απέφυγε τα δύσκολα: στάθηκε στο προκείμενο του ρόλου, στην απόδοση της σκηνικής του φύσης. Καθαρή και τίμια ανάγνωση, ωστόσο φανερά επίπεδη και εικονογραφημένη.” 

Ποια δύσκολα και ποια εύκολα; Μήπως τα ξέρετε κι εσείς; Γιατί αν ξέρατε θα τα λέγατε. Στάθηκε, λέει, στο “προκείμενο του ρόλου”! Τι πάει να πει αυτό;!

- Κύριε λέκτωρ! Εμπρός! Πού είστε; - Αν είναι να μαθαίνουμε και ελληνικά σ’ ένα λέκτορα, καήκαμε!

Ξέρετε τι σημαίνει “προκείμενο” κύριε λέκτωρ; Γιατί αν δεν ξέρετε, ανοίξτε κάποιο λεξικό. Μάλλον μία ακόμα αερολογία θέλατε να πείτε και το συμπέρασμα το βγάζω απ’ την παρακάτω φράσης σας:

“στάθηκε στην απόδοση της σκηνικής του φύσης”. Ναι... έχετε δίκιο θα έπρεπε να κάνει κάτι και μ’ αυτό το πρόβλημα. Ναι. Θα του το πω ιδιαιτέρως. Κάτι πρέπει ν’ αλλάξει με τη φύση του, να την αποδίδει κάπως διαφορετικά.

Ναι. Έχετε δίκιο!
Και κλείνετε μ' αυτή την υπέροχη σοφία: "Καθαρή και τίμια ανάγνωση, ωστόσο φανερά επίπεδη και εικονογραφημένη". Καλά, εδώ ζωγραφίσατε! Κατ' αρχάς είναι υπέροχο απ' τη μεριά σας και ιδιαίτερα γενναιόδωρο, που αντιληφθήκατε την τιμιότητα και την καθαριότητα του εν λόγω καλλιτέχνη, τουλάχιστον δεν τον είπατε άπλυτο και άτιμο και εντυπωσιάζομαι που την είδατε και εικονογραφημένη.

Την επόμενη φορά θα σας παίζουν οι ηθοποιοί χωρίς την εικόνα τους. Απ' τα παρασκήνια.

Με μπερδεύει βέβαια εκείνο το επίπεδη, που γράφετε, γιατί απ' ότι ξέρω οι άνθρωποι δε βλέπουν έτσι, αλλά τι να σας πω; Ίσως καθόσασταν σε άσχημη θέση. Ποιος ξέρει; -  Μα είναι δυνατόν, κύριε λέκτωρ! Σοβαρός άνθρωπος, σοβαρός επιστήμονας  και να μη μπορείτε να πείτε κάτι - το ο,τιδήποτε! - έστω και λίγο, αλλά να είναι σοβαρό, για την ερμηνεία ενός ηθοποιού; Τι φτώχεια σκέψης είναι αυτή; Τι άγνοια για το ίδιο το αντικείμενο, το οποίο θέλετε μάλιστα και να σχολιάζετε;
Και ερχόμαστε στην ανάλυση που κάνετε στο έργο:

“Μια καλοστημένη, αιωνίως ανατριχιαστική ιστορία ενός «τέλειου εγκλήματος», (που στη διαλεύκανσή του τίθεται επικεφαλής ο ίδιος ο δράστης!), και στην κορύφωση επάνω, μια εκπληκτική ανατροπή, που κόβει την ανάσα. Στον «Οιδίποδα Τύραννο» έχουμε την πρώτη εμφάνιση ενός μηχανισμού που κινεί τη δράση (ή που την αφήνει σε γοητευτική εκκρεμότητα), που φέρνει ένταση, αναβάλλει, επιβραδύνει, ισορροπεί στον δικό της χώρο. Οσο κι αν γνωρίζουμε την υπόθεση, το ποιος «είναι ο δολοφόνος», πέφτουμε πάντα στην παγίδα: εγκλωβιζόμαστε στο δραματικό παρόν, κινούμαστε από το ένα στο επόμενο στάδιο της έντεχνης εξαπάτησης. Εστω και αν αισθανόμαστε πως το αστυνομικό δελτίο στην περίπτωση αυτή συντάσσεται από ανώτερες δυνάμεις και αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί ο φόνος του Λάιου και η εξόντωση της Σφίγγας αφήνει στην ανθρώπινη πόλη έναν λοιμό, στην ανθρώπινη ηθική ένα μίασμα, στο ανθρώπινο σύμπαν μια τρύπα.

Εδώ η πανεπιστημιακή κοινότητα σηκώνει τα χέρια! - Ποιος Kamerbeek; Ποιος Dawe; Ποιος Dodds; Ποιος Knox, Lloyd-Jones, Pucci, Segal, Vernant, Ahl, Goldhill, Green;  Στην πυρά όλη η βιβλιογραφία! Εμφανίστηκε καινούργιος σχολιαστής - αναλυτής του Οιδίποδα, ο λέκτωρ Γρηγόρης Ιωαννίδης, ο οποίος καταθέτει την άποψη πως ο Οιδίπους Τύραννος συγκαταλλέγεται στην αστυνομική μυθιστοριογραφία! Κύριε λέκτωρ μου... αν είναι δυνατόν;!  Άλλο ο Σοφοκλής, άλλο η Άγκαθα Κρίστι. Δεν έχει σχέση ο Σοφοκλής με τους Χάμετ, Τσάντλερ και Αμπλερ! Αυτά μαθαίνετε στους φοιτητές σας; Κι αν μαθαίνετε αυτά, σας πληρώνουν κιόλας; Δεν σας έχουν πάρει ακόμη την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος;! Αχ, λέκτωρ μου, ενός κοκόρου η γνωσή σας.
Και μετά από τόσες ανοησίες του λέκτορος στο εύλογο ερώτημά μας:

“γιατί όλα αυτά, καλέ μου λέκτωρ;”

Ο λέκτωρ απαντά:
Γιατί όλα αυτά; Για να θυμηθούμε το βάρος της εισαγωγικής φράσης του δάσκαλου και σκηνοθέτη στο πρόγραμμα: «Στον "Οιδίποδα" του Σοφοκλή θα εναποθέταμε την ευθύνη να μας εκπροσωπήσει ως ανθρώπινο γένος». Αυτός, που ανάμεσα σε όλους τους έκπτωτες αγγέλους της τέχνης εκπροσωπεί μια και για πάντα το ανθρώπινο γένος, με τη σειρά του εκπροσωπείται στη σκηνή από έναν ηθοποιό• στην περίπτωσή μας από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη.

Λέκτωρ. Τη διάβασα με προσοχή την απάντησή σας, αλλά πάλι δεν την κατάλαβα. Με κουράζετε, λέκτωρ, με κουράζετε. – Δεν πειράζει. Εγώ έχω υπομονή μαζί σας. Ξανά απ’ την αρχή. Αργά αργά για να καταλάβω: δηλαδή όλα αυτά τα λέτε και τα κάνετε, επειδή ο κ. Ευαγγελάτος έδωσε τον ρόλο σε ΕΝΑΝ ηθοποιό και όχι σε ΔΥΟ; (Διαβάστε με προσοχή πώς συντάξατε τη φράση σας). Ή μήπως επειδή τον έδωσε στον κ. Μαρκουλάκη; Γιατί αν είναι αυτό, λύνεται. Μη ζορίζεστε έτσι. Την επόμενη φορά που θα γίνεται κάποια διανομή, θα σας τηλεφωνούμε και θα μας λέτε, αν αυτόν τον ρόλο πρέπει να τον παίξουν δυο, τρεις ή και τέσσερις ηθοποιοί και ποιοί να είναι αυτοί. Εκτός κι αν αυτός ο έκπτωτος άγγελος, που εκπροσωπεί μια για πάντα το ανθρώπινο γένος, μπορεί να εκπροσωπηθεί από εσάς τον ίδιον; Αν αυτό είναι το πρόβλημα, καλοδεχούμενος!
Έχετε δίκιο, σας διέκοψα. Συνεχίστε παρακαλώ:

Το σύνηθες ερώτημα είναι το κατά πόσον ο ηθοποιός άντεξε το βάρος του ρόλου.
Όχι πάλι με τη ζυγαριά, λέκτωρ μου. – Πω, πω! Υπάρχει πρόβλημα εδώ, ε; Αφήσαμε το ζύγισμα του ηθοποιού και πιάσαμε του ρόλου. Σ’ αυτό όμως πιάνετε κι εμένα αδιάβαστο. Το πόσο ζυγίζει ο Οιδίποδας δεν ξέρω. Όσο κι αν έψαξα δεν το βρήκα. Αν ξέρετε εσείς, τότε το Philological Quarterly,  το American Journal of Philology  αλλά και το Greek, Roman and Byzantine Studies περιμένουν το άρθρο σας.  -   Παρακαλώ, συνεχίστε:

Η κραυγή ενός λύκου πιασμένου στην παγίδα, όπως περιέγραψε κάποτε ένας μεγάλος ηθοποιός τον Οιδίποδα...
Με ταράζει η βιβλιογραφία σας, λέκτωρ μου. Συνεντεύξεις, βιογραφίες ηθοποιών!
Ε;  - Ο διαβασμένος ο άνθρωπος δεν κρύβεται! – Συγνώμη για τη διακοπή.

κλείνει μέσα της, εκτός από το αίνιγμα του ρόλου,τον βίο και την πολιτεία του ηθοποιού που τον ερμηνεύει.

ΩΠΑ!     Στάκα.

Στάκα γιατί εδώ το χοντραίνεις, λέκτορα! – ΕΔΩ ΤΟ ΧΟΝΤΡΑΙΝΕΙΣ!

Και το χοντραίνεις πολύ άσχημα!
“Βίος και πολιτεία του ηθοποιού”;!!!!

Τι εννοείς, ποιητή μου, μ’ αυτή σου τη φράση;

Τι υπαινιγμός χυδαίος είναι αυτός;

Τι προσπαθείς να απαξιώσεις;

Γιατί αυτό δεν μπορεί να περάσει έτσι.

Τώρα φεύγει και ο πληθυντικός, φεύγουν και οι ευγένειες, φεύγουν κι όλα!

Το έλλειμα της μόρφωσης το καταλαβαίνω,
 το ιδεολογικό έλλειμα, λόγω εποχής, το αντέχω - δεν το αντέχω, αλλά το ηθικό έλλειμα, όχι!

Ποιος σου είπε, πως έχεις το δικαίωμα να μιλάς για το βίο και την πολιτεία ενός ανθρώπου
και να νομίζεις πως μπορεί να περάσει αβρόχοις ποσί;!

Πόσες ξυλιές στον κώλο χρειάζονται για να μάθεις πως δεν μπορείς να γράφεις
ό τι παπαριά σου κατεβαίνει στο μυαλό;

Άκου “ο βίος και η πολιτεία”;!
Ποιού;  Του κ. Μαρκουλάκη;

Τι έχεις να πεις για τον δικό του βίο και τη δική του πολιτεία;

Και ποιος είσαι εσύ στο κάτω κάτω της γραφής;

Ποιος είναι ο δικός σου βίος και ποια η δική σου πολιτεία;
Συγκρατούμαι.
Δεν είναι εδώ ο χώρος να σου απαντήσω, όπως σου αξίζει.

Ίσως - αν και δεν σου το εύχομαι - βρεθεί αλλού.
Απλώς άλλη φορά, πρόσεχε μικρέ μου α-λέκτωρ, πρόσεχε τι γράφεις,

γιατί δεν είμαστε όλοι κότες και την επόμενη φορά... βρεγμένη σανίδα!

Συνεννοηθήκαμε;

Ηρεμώ (προς το παρόν) και συνεχίζω την ανάγνωση της “κριτικής” σου:

οφείλω να ομολογήσω ότι δεν ένιωσα το βάρος
Πάλι;!!!  Καλά εσύ δεν παίζεσαι! Τι πίνεις και δε μας δίνεις, αγόρι μου;
Τι υστερία είναι αυτή με τα κιλά, παιδί μου;

Τρίτη φορά;!!! Νύχτα την έγραψες την κριτική; Κι αν ήταν νύχτα δεν την ξαναδιάβασες το πρωί,
πριν τη δώσεις για τύπωμα;

που, σύμφωνα με τα δελτίο Τύπου, έδωσε η παράσταση στη σχέση Οιδίποδα και Ιοκάστης. Ενιωσα όμως ότι η ηλικιακή συνθήκη των βασικών ρόλων προσέδωσε μια αληθοφάνεια δανεισμένη από το καλό θέατρο ρεαλισμού.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσετε εσείς οι νεόκοποι κριτικοί να μπερδεύετε τις συνεντεύξεις και τα δελτία Τύπου  με το καλλιτεχνικό έργο, που κρίνετε. Αυτό το κιλίμι της δικής σας πολιτείας και του δικού σας βίου, σας τα έχει κάνει μέσα στο μυαλό σας, όλα ένα!  Μη γίνεστε και ρεπόρτερς και κριτικοί. Καλλιτεχνικό έργο κρίνετε, όχι κάποιο κοσμικό γεγονός. Αφήστε στον καλλιτέχνη αυτήν την σπαγκάτο στάση μεταξύ μοναχικού και κοσμικού βίου, στάση η οποία, σας πληροφορώ, είναι επώδυνη. Ο καλλιτέχνης εκ των πραγμάτων οφείλει να “πουλήσει”  το έργο του, κατ’ επέκταση βουτάει τα χέρια του και στον αγοραίο χώρο της αγοράς και επαναλαμβάνω: η διαδικασία αυτή δεν είναι ευχάριστη! Είναι όμως σύμφυτη με τον καλλιτέχνη εδώ και πολλούς αιώνες. Η δική σας η δουλειά είναι άλλη: γράφετε την ιστορία του καλλιτεχνικού του έργου! Πετάξτε λοιπόν το ένδυμα του διαμεσολαβητή κάποιας αγοραπωλησίας, που έχετε ενδυθεί και αντιμετωπίστε με σοβαρότητα αυτό καθ’ αυτό το έργο (ding an sich)!
Είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος σοβαρά για έννοιες όπως η αληθοφάνεια ή ο ρεαλισμός, όταν αυτές “κοιμούνται” μέσα σ’ ένα κείμενο που αοριστολογεί. Πού να καταλάβω, άμοιρε άνθρωπέ μου, τι εννοείς εσύ με τον όρο ρεαλισμός; Δεν μπορείς να αντιληφθείς, πως η ίδια σου η γραφή υπονομεύει τη σοβαρότητά σου; Δεν επιτρέπεται, ως πανεπιστημιακός που είσαι, να μη γνωρίζεις το μεγάλο πρόβλημα, που υπάρχει στην υπόκριση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στην εποχή μας; Το Τραγικό δε ζεί πια! Το κάλυψε η επηρμένη ελπίδα του Δράματος. Αυτή η μετάπτωση δεν βρίσκεται μόνον στο χώρο της Τέχνης. Όλη μας η ζωή έχει βαπτιστεί μέσα σ’ αυτήν! Είναι λογικό λοιπόν απ’ τη στιγμή που πλέον όλοι είμαστε παιδιά της σκέψης της υποψίας (Νίτσε, Μαρξ, Φρόυντ) να παλεύουμε να βρούμε διέξοδο μέσα από ατραπούς ρεαλιστικούς ή όσοι “αντέχουν τη μοναξιά”: εξπρεσιονιστικούς! Αυτό όμως απαιτεί  σοβαρή μελέτη και προσέγγιση, και από τους κρινόμενους και από τους κριτές. Δεν απαιτεί μία επιφανειακή αντιμετώπιση σαν και τη δική σου. Ειδικά όταν αναφέρεσαι για την κα Καραμπέτη.
Η Ιοκάστη της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη έρχεται σαν αντίφαση στον ανδροκρατούμενο κόσμο του έργου -η γυναίκα που γνωρίζει, ανάμεσα στους άνδρες που μαθαίνουν.

Τι είναι αυτό;! -  Τι γνωρίζει η Ιοκάστη, που το μαθαίνουν οι άνδρες; Διάβασε σε παρακαλώ πολύ ξανά το έργο! Είναι ακραία επηρμένο να έρχεστε, εσύ και κάποιοι συνάδελφοί σου, να κρίνετε μία παράσταση και όχι μόνο να μην έχετε μελετήσει το κείμενο, αλλά ούτε καν να το έχετε διαβάσει. Δε γίνεται, να το αντιμετωπίζετε με διάφορες σκόρπιες μνήμες, που έχετε από το γυμνάσιο ή απ’ τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα! Αν “γνωρίζει” η Ιοκάστη, τότε τι κάνει ο Τειρεσίας ή ο Άγγελος; Δε θα σε βάλω στον κόπο να μελετήσεις σε βάθος το κείμενο του Χορού και να εκκαλύψεις τις αμφισημίες ή τις πολυσημίες του, για να δεις τι “γνωρίζει” ή τι “δεν γνωρίζει” ακόμα κι ο Χορός, γιατί εδώ χρειάζεται γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Σε παρακαλώ πολύ, διάβασε πάλι το έργο.

Η πρόθεση όμως της ηθοποιού να αποδώσει την ψυχική ένταση της ύβρεως έπεσε στο κενό.” 

Φιλαράκο (σχήμα λόγου), όσο κι αν απροσπαθώ δεν μ’ αφήνεις να σε πάρω στα σοβαρά.
Έχεις εμμονές με κάποιες λέξεις “τρύπα, κενό, βάρος, εμβολή, νιώθω”... πρέπει να το κοιτάξεις.
Εκτός κι αν κρυπτογραφείς κάποιο μυστικό και το δημοσιοποιείς με τον δικό σου έξυπνο τρόπο.
Αν είναι αυτό. Το ‘πιασα το υπονοούμενο. – Και συνεχίζεις να εκθέτεις το δικό σου κενό:

Είναι άβυσσος η ψυχή της Ιοκάστης,  δεν δείχνεται όμως αυτό με την εξαλλοσύνη.” 
Ναι, σκυφτέ διαβάτη της βροχής, έχεις δίκιο. Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος.
Μόνο που εδώ μιλάμε για τον Σοφοκλή και την κα Καραμπέτη, δεν αναλύουμε τον κ. Σπύρο Γιατρά και τον Στράτο Διονυσίου.

Είναι θλιβερό για τον χώρο μας, να εμφανίζεται κάποιος που αναλύει μία παράσταση στην οποία παίζει η κα Καραμπέτη και να αντιμετωπίζει μ’ αυτόν τον λούμπεν τρόπο την καλλιτεχνική της προσπάθεια. Την κα Καραμπέτη, είτε αρέσει σε κάποιους - είτε όχι , είτε τη θαυμάζουν -είτε όχι, για ένα πράγμα δεν μπορείς να την κατηγορήσεις: για μη σοβαρή προσέγγιση του προσώπου που ερμηνεύει. Είναι γνωστή σε όλους η αφοσίωσή της, η σκηνική της αυταπάρνηση και ο επιστημονικός τρόπος “κοιτάγματος” ενός έργου.

Η προσπάθεια που καταθέτει εδώ και χρόνια στον χώρο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ακολουθεί την  ερμηνευτική οδό της δραματοποίησης του τραγικού λόγου. Ερμηνεύει τις πολυσημίες του αρχαίου ελληνικού κειμένου, οι οποίες αναγκαστικά στην νεοελληνική τους μεταφορά, πολλές φορές, λόγω της σύγχρονης αδυναμίας μας να αποδεχτούμε την έννοια της αντίφασης, ακουμπούν έναν μονοδιάστατο χώρο. Αναλύει το τραγικό λόγο σαν να αναλύει ένα σαιξπηρικό κείμενο. Σωματοποιεί, συμβολοποιώντας κινησιολογικά, αυτό που δε λέγεται ή δεν μπορεί να ειπωθεί.

Αυτός ο ερμηνευτικός δρόμος είναι γνωστός σε όλη την Ευρώπη και τον ακολουθούν σπουδαίοι ερμηνευτές. Αξίζει λοιπόν εκ των πραγμάτων μία καλύτερη αντιμετώπιση απ’ τον χαρακτηρισμό: “εξαλλοσύνη”.  Τι κρίμα και τι μοναξιά σ’ αυτή τη χώρα! Συναντάς διαρκώς μπροστά σου τη φράση του Τσαρούχη που έλεγε: “σ’ αυτόν τον τόπο παλεύεις να σ’ εκτιμήσουν άνθρωποι, που δεν εκτιμάς”.
Και ερχόμαστε στο προσφιλές, όσο και σιχαμένο σπορ, πολλών συναδέλφων σου:
στον επιθετικοπροσδιορισμό. Με ένα επίθετο καθαρίζεις! Με τη δικαιολογία της πίεσης του αρχισυντάκτη και την αυστηρότητα του word counting καλύπτεται η αμηχανία και η άγνοια του γράφοντος.
Ανιση η διανομή

Μέτριος ο Ιερέας του Νικόλα Παπαγιάννη,
πιο καλός ο Κρέων του Νίκου Αρβανίτη,
αδύναμος ο Τειρεσίας του Μάνου Βακούση”

Άνιση; Μέτριος; Πιο καλός; Αδύναμος; Ρε συ, είσαι σοβαρός;! Τι έπαρση μπορεί να σε διακατέχει μικρό μου αγόρι, ώστε να χαρακτηρίζεις το έργο τριών καλλιτεχνών με τέτοια ευκολία;  Δεν σου έχει περάσει ποτέ απ’ το μυαλό η προσπάθεια, η αγωνία και η μελέτη, που μπορεί να έχει κάνει ο κ. Παπαγιάννης, ας πούμε, για εκείνον τον  πρώτο αναστεναγμό, που ξεκινάει ο μονόλογος του Ιερέα, ή για την έκρηξη της φράσης του κ. Αρβανίτη στον στίχο “είναι και δική μου πόλη!” ή για το αρχικό “αλίμονο” του κ. Βακούση;  Τι υβριστική απαξίωση είναι αυτή;!  Ευτυχώς και οι τρεις αυτοί καλλιτέχνες γνωρίζουν πως η άνετη μονολεκτική απαξίωση, σημείο των καιρών, απαξιώνει αυτόν που απαξιώνει.
Από τους δύο Βοσκούς

Αδυνατώ να σχολιάσω αυτή την ξαφνική  βουκολική σου ανάγνωση. Επειδή όμως μπορεί να μας διαβάζει και κάποιος σοβαρός άνθρωπος, σε πληροφορώ απλώς , πως ο πρώτος “βοσκός” σου, είναι Άγγελος και ο δεύτερος Θεράπων. Στο ξαναλέω: διάβαζε το κείμενο πριν πας σε μία παράσταση, αθεόφοβε επιστήμονα!

Βαριέμαι βέβαια τώρα να σου αναλύσω εδώ την αμφισημία των λέξεων  “νομεύς” και “ποίμναι».
Το ποίμναι, εκτός από πρόβατα, που, λόγω πνευματική σου συγγένειας μ’ αυτά, πηγαίνει αμέσως το μυαλό σου, έχει και διαφορετική ερμηνεία. Συναντάμε αυτή τη λέξη και στις Ικέτιδες του Αισχύλου.
Όπως βαριέμαι επίσης να σου εξηγώ και τη σημαντικότητα του θεόσταλτου Άγγελου, αυτού του παράξενου ανώνυμου ονοματοδότη, του “πρώτου σου βοσκού”, που λες.

Είναι ψιλά γράμματα αυτά για σένα, βουκόλε.  Εκτός κι αν μελετήσεις.

Αλλά εσύ;  Εκεί! Στη δική σου πόζα: Τινάζεις με χάρη το μαλλί και συνεχίζεις την απαξίωση:
ο πρώτος, του Κωνσταντίνου Ανταλόπουλου, έδωσε γνήσια φλέβα ενδιαφέροντος.
Αντίθετα ο Θεράποντας του Σωτήρη Τσακομίδη στάθηκε σε γραφικές πόζες.
Μάλλον αδιάφορος ο Εξάγγελος του Θανάση Κουρλάμπα.

Πρέπει να ντρέπεσαι, μικρέ μου λέκτορα.
Να ντρέπεσαι γι’ αυτόν τον φασισμό της ξεπέτας!
Αν και ο τρόπος που κλείνεις την ατάλαντη περιγραφή σου μ’ αυτό το “μάλλον αδιάφορος” αποδεικνύει το σκότος που σε περιβάλλει.

Άκου “μάλλον”;
Αν αρχίζεις κι εσύ να απορείς με τον εαυτό σου και να έχεις διλήμματα για την κρίση σου,
σκέψου εμάς!
Το κείμενό σου ολοκληρώνεται με την πλήρη ανάπτυξη της ευρυμάθειας σου και την άνεσή σου να αποσυμβολοποιείς τη mise en place, το σκηνικό χώρο, τα κοστούμια και τη μουσική:

Ο σκηνοθέτης, σύμφωνα με προσφιλή του τακτική, «σηκώνει» τη σκηνή του έργου ένα σκαλοπάτι, κάνοντας τον Χορό μέρος του κοινού αλλά και ενεργό μέρος της παράστασης. Με τη δυτικότροπη μουσική του Γιάννη Αναστασόπουλου τα χορικά βαδίζουν την οπερατική τους κλιμάκωση. Το λευκό σκηνικό του Πάτσα διαρκώς συναρμολογούμενο και αποδομούμενο. Και όμως βαρύ και πομπώδες. Το ίδιο και τα κοστούμια, που βαραίνουν από τον συμβολισμό. Σε μια ευθεία διδασκαλία, όπως αυτή, δεν χρειάζεται σκηνογραφικός φόρτος. Στα διόλου ευκαταφρόνητα θετικά της παράστασης, η σωστή εκφώνηση της μετάφρασης του Κ. Χ. Μύρη.

Δεν μπορώ άλλο να διορθώνω τις ανοησίες σου. Μάλλον δεν έχεις παρακολουθήσει πολλές παραστάσεις του κ. Ευαγγελάτου, γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις με τέτοια ευκολία περί προσφιλούς τακτικής του να «σηκώνει τη σκηνή», στην οποία προσδίδεις μάλιστα κι έναν ψευδομπακχτινικό υπαινιγμό. Ευτυχώς που και οι τρεις αυτοί σημαντικοί καλλιτέχνες δεν πρέπει να σε παίρνουν και πολύ στα σοβαρά. Σκέφτεσαι τον κ. Πάτσα να τον ταλαιπωρεί η σκέψη, πώς θα μπορούσε να μην κάνει «βαρύ» το σκηνικό και πώς τα κοστούμια δε θα «βαραίνουν» από τον συμβολισμό;
(Μεταξύ μας τώρα:  πες μου, σε παρακαλώ, τι είναι αυτή η τρέλλα με το βάρος που έχεις; Γιατί θα το έχεις παρατηρήσει κι εσύ, δε γίνεται; Έχει κλινικό ενδιαφέρον. Ή μήπως είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής σου ελαφρότητας, όλη αυτή η υστερία;  - Ε;  Το βρήκα;  Να σαι καλά. Σ’ ευχαριστώ.)
Κλείνω με μία αμφίσημη πορδίτσα που αφήνεις για το τέλος. Και λέω αμφίσημη γιατί ψάχνω να βρω ποιο είναι το πραγματικό υποκείμενο στη φράση: "Στα διόλου ευκαταφρόνητα θετικά της παράστασης, η σωστή εκφώνηση της μετάφρασης του Κ. Χ. Μύρη."  Ποιό είναι το υποκείμενο, πονηρέ λέκτωρ; Η εκφώνηση ή η μετάφραση; Αν δεν κάνω λάθος και ο κ. Γεωργουσόπουλος καθηγητής σου ήταν. Φαίνεται, όσο ήσουν φοιτητής τα είχες ρίξει στον κόκορα.

Αχ, λέκτωρ μου, η άρνησή σου στους δασκάλους σου πριν καν ακόμη ξημερώσεις
δε σε άφησε να γίνεις αλέκτωρ, όσο κι αν το φαντάζεσαι.   Κοκοράκι έμεινες.

Αυτό όμως που θέλω να καταλάβεις, τελειώνοντας με τη σειρά μου κι εγώ, είναι πως η βιαιότητα της γραφής μου δεν εκπορεύεται από κάποια τσαντίλα παλιμπαιδισμού μου, αλλά από την ελπίδα, πως ίσως  και να ΔΥΝΑΣΑΙ να λαλήσεις ουσιαστικά, αν απαλλαγείς απ’ την υποχρέωση υποστήριξης της παρέας του σύγχρονου mainstream.

Κατάλαβε αυτό που πολλοί συνάδελφοί σου δεν έχουν καταλάβει: η υποκριτική είναι τέχνη του παρόντος χρόνου. Είναι κάτι το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο, σχοινοβατεί κάθε φορά  και διακυβεύει τα πάντα, παλεύοντας με τον πιο επικίνδυνο χρόνο: τον παρόντα.
Το τάλαντο στον ηθοποιό δεν είναι αυτό με το οποίο πληρώνεται, είναι αυτό με το οποίο πληρώνει! Πληρώνει γιατί έχει την έπαρση να καταθέτει στην αγορά την ψυχή του, όταν μάλιστα έλαχιστοι το κάνουν. Περί έπαρσης ο λόγος! - Ε, αφού έχει αυτήν έπαρση λοιπόν, θα το πληρώσει! Μην έρχεσαι κι εσύ από πάνω και παίζεις μπάλλα με τα λασπωμένα παπούτσια σου στο γήπεδο της ανασφάλειάς του. Δες το έργο του και ακούμπησέ το στην Ιστορία.

Η δική σου κριτική δεν πρέπει να εκπορνεύεται στην επικαιρότητα της αγοράς και να παίζει παιχνίδια εμπορευματικού ανταγωνισμού. Δεν έχει σχέση με την επικαιρότητα ο κριτικός! Η σχέση του είναι με την Ιστορία.  Αυτή είναι η δική σου ευθύνη. Είσαι ένας απ’ τους βασικούς κρίκους της αποτύπωσης ενός καλλιτεχνικού έργου, το οποίο πεθαίνει την ίδια στιγμή, που γεννιέται. Επιτέλεσε λοιπόν τον ρόλο σου και απόφυγε τις ομηρείες.
Διότι ασχολούμενος με την ιστορία ενός καλλιτεχνικού έργου, διασώζεις και προστατεύεις και τη δική σου προσωπική ιστορία.  Δεν μπορεί να θες να γελάνε και μ’ εσένα στον μέλλοντα χρόνο, όπως γελάνε τώρα  με κάποιους κριτικούς του παρελθόντος, οι οποίοι ενεπλάκησαν σε μικροαντιπαλότητες και σε προσωπικές συγκρούσεις και έγραφαν για τον Μινωτή, την Παξινού, τον Χορν, τη Λαμπέτη και για τόσους άλλους, ένα σωρό ανοησίες.

Μη κοροιδευόμαστε, και βέβαια δεν υπάρχει καλλιτεχνικό έργο, που να αρέσει σε όλους, ούτε υπάρχει καλλιτεχνικό έργο, που να μην έχει λάθη. Άσε που κάθε καλλιτεχνικό έργο μπορεί να το διακωμωδήσει ο οποιοσδήποτε. Μπορείς να βάλεις με τη μεγαλύτερη ευκολία ένα μουστάκι στην Τζοκόντα ή να την κάνεις αλλοίθωρη. Και;  Δεν είναι αυτή η δική σου δουλειά.
Γίνε ο διαμεσολαβητής ενός έργου του παρόντος για το αύριο, όχι για το “τώρα” της αγοράς.

Έλα, λεκτορά μου, μπορείς.

Αρκεί να πετάξεις από πάνω σου όλο αυτό το «βάρος», που ασύνειδα,  αναφέρεις διαρκώς.
Το βάρος όλων αυτών που θέλουν να υποστηρίζεις όσα εκείνοι θέλουν να έχουν αξία πώλησης
και να απαξιώνεις όσα εκείνοι δε θέλουν να έχουν αγοραστική αξία.

Η Τέχνη δεν κινείται μόνον στον χώρο της αγοράς, βρίσκεται κι αλλού.
Αυτό το «αλλού» είναι ο τόπος της συνάντησής μας.

Πηγή : http://www.mediasoup.gr